εὐδιόριστος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐδιόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ορίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται εύκολα.
|mltxt=[[εὐδιόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ορίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που διακρίνεται εύκολα.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιόριστος:''' легко определимый Arst.
}}
}}

Revision as of 21:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιόριστος Medium diacritics: εὐδιόριστος Low diacritics: ευδιόριστος Capitals: ΕΥΔΙΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eudióristos Transliteration B: eudioristos Transliteration C: evdioristos Beta Code: eu)dio/ristos

English (LSJ)

ον,

   A easy to define, Arist. de An.421a7; easy to distinguish, Gal.7.778.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht zu bestimmen, zu erklären, Arist. de anim. 2, 9.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιόριστος: -ον, εὐκόλως ὁριζόμενος, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 1.

Greek Monolingual

εὐδιόριστος, -ον (Α)
1. αυτός που ορίζεται εύκολα
2. αυτός που διακρίνεται εύκολα.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιόριστος: легко определимый Arst.