εὐνῆφι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(4)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐνῆφι:''' -φιν, Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. του [[εὐνή]].
|lsmtext='''εὐνῆφι:''' -φιν, Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. του [[εὐνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνῆφι:''' (ν) эп. gen. sing. и pl. к [[εὐνή]].
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

εὐνῆφι: εὐνῆφιν, Ἐπικ. γεν. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ εὐνή.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de εὐνή.

Greek Monotonic

εὐνῆφι: -φιν, Επικ. γεν. ενικ. και πληθ. του εὐνή.

Russian (Dvoretsky)

εὐνῆφι: (ν) эп. gen. sing. и pl. к εὐνή.