ἐρασιπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρασιπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου [[γενεά]]», <b>Πίνδ.</b>). | |mltxt=[[ἐρασιπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου [[γενεά]]», <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρᾰσιπλόκᾰμος:''' прелестнокудрый ([[Τυρώ]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A decked with love-locks, Ibyc.9, Pi.P.4.136.
German (Pape)
[Seite 1017] lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἐπεράστους πλοκάμους, Ἴβυκ. 8, Πινδ. Π. 4. 242.
English (Slater)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον
1 with lovely locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136)
Greek Monolingual
ἐρασιπλόκαμος, -ον (Α)
αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος: прелестнокудрый (Τυρώ Pind.).