εὐπερίκοπτος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_16) |
(2b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπερίκοπτος''': -ον, ἀποκόπτων τὴν τυπικότητα, [[ἁπλοῦς]], εὐπ. τὰς ἐντεύξεις, ἀποφεύγων τὰς μακρολογίας καὶ τυπικὰς ἐκφράσεις, Πολύβ. 11. 10, 3. | |lstext='''εὐπερίκοπτος''': -ον, ἀποκόπτων τὴν τυπικότητα, [[ἁπλοῦς]], εὐπ. τὰς ἐντεύξεις, ἀποφεύγων τὰς μακρολογίας καὶ τυπικὰς ἐκφράσεις, Πολύβ. 11. 10, 3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπερίκοπτος:''' круто обрывающий, отклоняющий (τὰς ἐντεύξεις Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A suffering importunity readily, εὐ. τὰς ἐντεύξεις waiving ceremony in his address, Plb.11.10.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίκοπτος: -ον, ἀποκόπτων τὴν τυπικότητα, ἁπλοῦς, εὐπ. τὰς ἐντεύξεις, ἀποφεύγων τὰς μακρολογίας καὶ τυπικὰς ἐκφράσεις, Πολύβ. 11. 10, 3.
Russian (Dvoretsky)
εὐπερίκοπτος: круто обрывающий, отклоняющий (τὰς ἐντεύξεις Polyb.).