εὐθύγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(15) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐθύγλωσσος]] και εὐθύγλωττος, -ον (ΑΜ), αυτός που μιλάει με [[παρρησία]], με [[ευθύτητα]]. | |mltxt=[[εὐθύγλωσσος]] και εὐθύγλωττος, -ον (ΑΜ), αυτός που μιλάει με [[παρρησία]], με [[ευθύτητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐθύγλωσσος:''' говорящий напрямик, прямой, искренний ([[ἀνήρ]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. εὐθύγλωττος, ον,
A straightforward, plain-spoken, Pi.P.2.86, Dam.Isid.23, Procop.Arc. 29.
German (Pape)
[Seite 1070] geradzüngig, ἀνήρ Pind. P. 2, 86, gerade herausredend, wahrhaft.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ παρρησίᾳ λέγων, εὐθυρρήμων, Πινδ. Π. 2. 157, Δαμασκ. παρὰ Σουΐδ.
English (Slater)
εὐθῠγλωσσος
1 of straightforward speech εὐθύγλωσσος ἀνὴρ (P. 2.86)
Greek Monolingual
εὐθύγλωσσος και εὐθύγλωττος, -ον (ΑΜ), αυτός που μιλάει με παρρησία, με ευθύτητα.
Russian (Dvoretsky)
εὐθύγλωσσος: говорящий напрямик, прямой, искренний (ἀνήρ Pind.).