εὐφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(4)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφεγγής:''' -ές ([[φέγγος]]), [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὐφεγγής:''' -ές ([[φέγγος]]), [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφεγγής:''' ярко сияющий, лучезарный ([[ἡμέρα]] Aesch.; [[σελήνη]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 21:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

εὐφεγγής: -ές, φέγγων καλῶς, λαμπρός, φωτεινός, ἡμέρα.. εὐφ. ἰδεῖν Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· σελήνη Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.
Étymologie: εὖ, φέγγος.

Greek Monotonic

εὐφεγγής: -ές (φέγγος), φωτεινός, λαμπρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφεγγής: ярко сияющий, лучезарный (ἡμέρα Aesch.; σελήνη Plut.).