ἐχετλήεις: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχετλήεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε [[λαβή]] αρότρου, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐχετλήεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε [[λαβή]] αρότρου, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχετλήεις:''' ήεσσα, ῆεν adj. прикрепляющий рукоять (к плугу) ([[γόμφος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of an ἐχέτλη, γόμφος AP6.41 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1124] γόμφος, ὁ, Nagel am Pflugsterz, dieser selbst, Agath. 30 (VI, 41).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχετλήεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς ἐχέτλην, ἐχετλήεντά τε γόμφον Ἀνθ. Π. 6. 41.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui concerne le manche de charrue.
Étymologie: ἐχέτλη.
Greek Monolingual
ἐχετλήεις, -εσσα, -εν (Α) εχέτλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εχέτλη («ἐχετλήεντά τε γόμφον», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐχετλήεις: -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε λαβή αρότρου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχετλήεις: ήεσσα, ῆεν adj. прикрепляющий рукоять (к плугу) (γόμφος Anth.).