ἡγεμονεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡγεμονεύς:''' -έως, Επικ. αντί [[ἡγεμών]], Επικ. αιτ. <i>ἡγεμονῆα</i>, <i>-ῆας</i>, σε Ανθ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἡγεμονεύς:''' -έως, Επικ. αντί [[ἡγεμών]], Επικ. αιτ. <i>ἡγεμονῆα</i>, <i>-ῆας</i>, σε Ανθ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡγεμονεύς:''' έως ὁ Anth. = [[ἡγεμών]] I.
}}
}}

Revision as of 21:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεμονεύς Medium diacritics: ἡγεμονεύς Low diacritics: ηγεμονεύς Capitals: ΗΓΕΜΟΝΕΥΣ
Transliteration A: hēgemoneús Transliteration B: hēgemoneus Transliteration C: igemoneys Beta Code: h(gemoneu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, Dor. ἁγ-IG5(1).540 (iii A.D.), Ep. for ἡγεμών, acc. ἡγεμονῆα, -ῆας, Opp.C.1.224, AP14.72.11, Man. 1.36, etc.; of a Roman

   A governor, IG14.1437, Supp.Epigr.1.405A2 (Samos).

German (Pape)

[Seite 1149] ὁ, p. = ἡγεμών, Opp. Cyn. 1, 224 n. a. sp. D.; auch Erfinder, auctor, Opp. Cyn. 2, 30; Orph. frg. 29; αἰθερίου τε πυρὸς βιοδώτορα ἡγεμονῆα Orac. Anth. XIV, 72, von der Sonne.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονεύς: έως, Ἐπ. ἀντὶ ἡγεμών, αἰτ. ἡγεμονῆα, -ῆας, Ὀππ. Κ. 1. 224, Ἀνθ. Π. 14. 72, 11, Μουσαῖ. 218, κτλ.

Greek Monolingual

ἡγεμονεύς, δωρ. τ. ἁγεμονεύς, ὁ (Α)
1. επικ. τ. του ηγεμών
2. (επιγρ. στη Ρώμη) κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μεταπλασμένος τ. του Ηγεμών κατά τα ουσ. σε -εύς (βασιλ-εύς κ.λπ.)].

Greek Monotonic

ἡγεμονεύς: -έως, Επικ. αντί ἡγεμών, Επικ. αιτ. ἡγεμονῆα, -ῆας, σε Ανθ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἡγεμονεύς: έως ὁ Anth. = ἡγεμών I.