Ἡρακλείτειος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἡρακλείτειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ηράκλειτο, σε Πλάτ.
|lsmtext='''Ἡρακλείτειος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ηράκλειτο, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Ἡρακλείτειος:''' <b class="num">II</b> ὁ ученик или последователь Гераклита Plat., Diog. L.<br />гераклитовский ([[ἥλιος]] Plat.; [[θέσις]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 21:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡρακλείτειος Medium diacritics: Ἡρακλείτειος Low diacritics: Ηρακλείτειος Capitals: ΗΡΑΚΛΕΙΤΕΙΟΣ
Transliteration A: Hērakleíteios Transliteration B: Hērakleiteios Transliteration C: Irakleiteios Beta Code: *(hraklei/teios

English (LSJ)

α, ον,

   A of Heraclitus, ἥλιος Pl.R.498b; Η., οἱ, his disciples, Id.Tht.179e, D.L.9.6.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡρακλείτειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν Ἡράκλειτον, Πλάτ. Πολ. 498Α· ― Ἡρ., οἱ, οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ὀπαδοί, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 179Ε, Διογ. Λ. 9. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’Héraclite ; οἱ Ἡρακλείτειοι, disciples ou partisans d’Héraclite.
Étymologie: Ἡράκλειτος.

Greek Monotonic

Ἡρακλείτειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ηράκλειτο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

Ἡρακλείτειος: II ὁ ученик или последователь Гераклита Plat., Diog. L.
гераклитовский (ἥλιος Plat.; θέσις Arst.).