εὐφαντασίωτος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(15) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐφαντασίωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[προικισμένος]] με ζωηρή [[φαντασία]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[φαντασιόπληκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φαντασιώ]] «[[φαντάζομαι]]»]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐφαντασίωτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[προικισμένος]] με ζωηρή [[φαντασία]]<br /><b>2.</b> (με κακή σημ.) [[φαντασιόπληκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φαντασιώ]] «[[φαντάζομαι]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφαντᾰσίωτος:''' обладающий живым воображением Quint. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A gifted with a vivid imagination, Vett.Val.47.1, Quint.6.2.30; πρᾶξις Cat.Cod.Astr.8(4).209; also in bad sense, fantastic, fanciful, Vett.Val.150.12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφαντᾰσίωτος: -ον, ὁ διὰ τῆς ἑαυτοῦ φαντασίας δυνάμενος νὰ μεγαλοποιῇ καὶ παριστᾷ ζωηρῶς ὡς πραγματικὰς ἐννοίας αφῃρημένας δίδων εἰς αὐτὰς σχῆμα καὶ μορφήν, Λατ. qui sibi res, voces, actus secundum veruin optime fingit, Κυντιλιανὸς 6. 2, 30.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐφαντασίωτος, -ον)
1. προικισμένος με ζωηρή φαντασία
2. (με κακή σημ.) φαντασιόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαντασιώ «φαντάζομαι»].
Russian (Dvoretsky)
εὐφαντᾰσίωτος: обладающий живым воображением Quint.