θαυματός: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θαυμᾰτός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[θαυμαστός]], σε Ησίοδ., Πίνδ. | |lsmtext='''θαυμᾰτός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[θαυμαστός]], σε Ησίοδ., Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θαυμᾰτός:''' Hom., Hes., Pind. = [[θαυμαστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, poet. for θαυμαστός, Pi.O.1.28, P.10.30; esp. in Ep. phrase,
A θ. ἔργα h.Merc.80, 440, h.Bacch.34, Hes.Sc.165. (θαυμṇτός fr. θαυμαίνω (θαυμṇ-yω) as ἀκήρατος fr. κηραίνω.)
German (Pape)
[Seite 1189] p. = θαυμαστός; H. h. Merc. 80. 440; Hes. Sc. 165; Pind. Ol. 1, 28 P. 10, 30.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ θαυμαστὸς (ὡς τὸ ὀνοτὸς ἀντὶ ὀνοστός), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80, 440, εἰς Διόνυσον 34, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 165, Πινδ. Ο. 1. 43, Π. 10. 49.
English (Slater)
θαυματός, v. l. (O. 1.28), v. θαῦμα; coni. Er. Schmid. (P. 10.30), v. θαυμαστός.]
Greek Monolingual
θαυματός, -ή, -όν (Α) θαύμα
θαυμαστός.
Greek Monotonic
θαυμᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. αντί θαυμαστός, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
θαυμᾰτός: Hom., Hes., Pind. = θαυμαστός.