ἡμίχρηστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμίχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ, εν μέρει [[χρηστός]], εν μέρει [[αγαθός]]. | |mltxt=[[ἡμίχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ, εν μέρει [[χρηστός]], εν μέρει [[αγαθός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡμίχρηστος:''' наполовину, т. е. недостаточно хороший ([[ἦθος]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:43, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-good, Arist.Pol.1315b9.
German (Pape)
[Seite 1171] halb brauchbar, halb gut, Arist. Pol. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίχρηστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ χρηστός, Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.
Greek Monolingual
ἡμίχρηστος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει χρηστός, εν μέρει αγαθός.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίχρηστος: наполовину, т. е. недостаточно хороший (ἦθος Arst.).