ἡμίχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(16)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ, εν μέρει [[χρηστός]], εν μέρει [[αγαθός]].
|mltxt=[[ἡμίχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ, εν μέρει [[χρηστός]], εν μέρει [[αγαθός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίχρηστος:''' наполовину, т. е. недостаточно хороший ([[ἦθος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 21:43, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίχρηστος Medium diacritics: ἡμίχρηστος Low diacritics: ημίχρηστος Capitals: ΗΜΙΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíchrēstos Transliteration B: hēmichrēstos Transliteration C: imichristos Beta Code: h(mi/xrhstos

English (LSJ)

ον,

   A half-good, Arist.Pol.1315b9.

German (Pape)

[Seite 1171] halb brauchbar, halb gut, Arist. Pol. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίχρηστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ χρηστός, Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.

Greek Monolingual

ἡμίχρηστος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει χρηστός, εν μέρει αγαθός.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίχρηστος: наполовину, т. е. недостаточно хороший (ἦθος Arst.).