ἱεροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱεροφύλαξ:''' [ῠ], ποιητ. ἱρ-, -ᾰκος, ὁ, [[φύλακας]] του ναού, [[πρύτανης]], Λατ. [[aedituus]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἱεροφύλαξ:''' [ῠ], ποιητ. ἱρ-, -ᾰκος, ὁ, [[φύλακας]] του ναού, [[πρύτανης]], Λατ. [[aedituus]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱεροφύλαξ:''' ион. ἱροφύλαξ, Eur. v. l. ἱροῦ [[φύλαξ]], ᾰκος (ῠ) ὁ страж святилища, смотритель храма Eur.
}}
}}

Revision as of 22:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροφύλαξ Medium diacritics: ἱεροφύλαξ Low diacritics: ιεροφύλαξ Capitals: ΙΕΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: hierophýlax Transliteration B: hierophylax Transliteration C: ierofylaks Beta Code: i(erofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], poet. ἱρ-, ᾰκος, ὁ,

   A guardian of a temple, E.IT1027 (cj. Markl.), IG14.291 (Segesta).    2 = Lat. pontifex, D.H.2.73.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροφύλαξ: ῠ, ποιητ. ἱρ-, ᾰκος, ὁ, φύλαξ ναοῦ, = ναοφύλαξ, Λατ. aedituus, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1027 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.), Συλλ. Ἐπιγρ. 5545. 2) ἐν Διον. Ἁλ. 2. 73 ἰσοδυναμεῖ τῷ Λατ. pontifex.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
gardien d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, φύλαξ.

Greek Monotonic

ἱεροφύλαξ: [ῠ], ποιητ. ἱρ-, -ᾰκος, ὁ, φύλακας του ναού, πρύτανης, Λατ. aedituus, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροφύλαξ: ион. ἱροφύλαξ, Eur. v. l. ἱροῦ φύλαξ, ᾰκος (ῠ) ὁ страж святилища, смотритель храма Eur.