ἰδιαζόντως: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(17) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδιαζόντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με ιδιαίτερο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιωτικώς, όχι [[δημόσια]]<br /><b>2.</b> διακεκριμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>ιδιάζων</i> του ρ. [[ιδιάζω]]]. | |mltxt=(ΑΜ [[ἰδιαζόντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με ιδιαίτερο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιωτικώς, όχι [[δημόσια]]<br /><b>2.</b> διακεκριμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>ιδιάζων</i> του ρ. [[ιδιάζω]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰδιαζόντως:''' (ῐ) особо, особым образом, своеобразно (ἐπιτελεῖσθαι οὐχ [[ὁμοίως]], ἀλλ᾽ ἰ. Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐδ], Adv.
A in a special or peculiar way, Stoic.3.94, D.S.19.99, S.E.P.1.182, Cod.Just.1.3.35.3, etc.; separately, opp. κοινῇ, Sammelb.7033.53 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1235] besonders, allein, Sp., z. B. Schol. Thuc. 1, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιαζόντως: Ἐπίρρ., κατ’ ἰδίαν, ἰδιαιτέρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 182.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδιαζόντως)
επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο
μσν.
1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια
2. διακεκριμένα
μσν.-αρχ.
ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων του ρ. ιδιάζω].
Russian (Dvoretsky)
ἰδιαζόντως: (ῐ) особо, особым образом, своеобразно (ἐπιτελεῖσθαι οὐχ ὁμοίως, ἀλλ᾽ ἰ. Sext.).