ἰξεύτρια: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(17) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἰξεύτρια]])<br />θηλ. του [[ιξευτής]]. | |mltxt=η (Α [[ἰξεύτρια]])<br />θηλ. του [[ιξευτής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰξεύτρια:''' Plut. f к [[ἰξευτήριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἰξευτήρ, epith. of Τύχη, Plu.2.322f:—written ἰξευτηρία, ib.281e (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1255] ἡ (fem. zu ἰξευτήρ), Τύχη, = ἰξευτηρία, Plut. fort. Rom. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἰξευτήρ, ὡς ἐπίθ. τῆς Τύχης, Λατ. fortuna viscata, Πλούτ. 2. 231F· φέρεται δὲ καὶ ἰξευτηρία (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), αὐτόθι 281Ε.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f;
c. ἰξευτηρία.
Greek Monolingual
η (Α ἰξεύτρια)
θηλ. του ιξευτής.
Russian (Dvoretsky)
ἰξεύτρια: Plut. f к ἰξευτήριος.