θυμίδιον: Difference between revisions
From LSJ
μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θῡμίδιον:''' τό, υποκορ. του [[θυμός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''θῡμίδιον:''' τό, υποκορ. του [[θυμός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θῡμίδιον:''' (μῐ) τό ирон. некоторая гневливость, ворчливость (μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμῖξαι Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of θυμός, Ar.V.878.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, dim. von θυμός, Ar. Vesp. 878.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θυμός, Ἀριστοφ. Σφηξ. 878.
Greek Monolingual
θυμίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, πρβλ. εγχειρ-ίδıoν, χοιρ-ίδιον].
Greek Monotonic
θῡμίδιον: τό, υποκορ. του θυμός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θῡμίδιον: (μῐ) τό ирон. некоторая гневливость, ворчливость (μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμῖξαι Arph.).