κανθήλια: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κανθήλια:''' -ων, τά, Λατ. [[clitellae]], [[σαμάρι]], (λέγεται για φορτία ή τα κοφίνια, καλάθια, πανέρια που κρέμονταν στις πλευρές του σαμαριού), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κανθήλια:''' -ων, τά, Λατ. [[clitellae]], [[σαμάρι]], (λέγεται για φορτία ή τα κοφίνια, καλάθια, πανέρια που κρέμονταν στις πλευρές του σαμαριού), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κανθήλια:''' τά вьючное седло с переметными корзинами Arph.
}}
}}

Revision as of 22:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθήλια Medium diacritics: κανθήλια Low diacritics: κανθήλια Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΑ
Transliteration A: kanthḗlia Transliteration B: kanthēlia Transliteration C: kanthilia Beta Code: kanqh/lia

English (LSJ)

ων, τά,

   A panniers at the sides of a pack-saddle, Ar.V. 170: hence, any large baskets, for carrying grapes at the vintage, Artem.4.5, Gp.6.11.1, Hsch.: generally, pack-saddle, κ. καμηλικά prob. in PGoodsp.Cair.30xxxiv 18 (iiA. D.).    II wooden frame that rises in a curve at a ship's stern, Hsch.    III sg., κανθήλιον, τό, in Archit.,rafter, IG22.463.73. (Lat. cantherius, Vitr.4.2.3.)

German (Pape)

[Seite 1320] τά (κάνθος), ein Saumsattel zum Bepacken der Lastthiere, auch die großen Packkörbe, die an beiden Seiten des Saumsattels hingen; τὸν ὄνον ἄγων αὐτοῖς τοῖς κανθηλίοις Ar. Vesp. 169; Artemid. 4, 5. Uebh. große Körbe, um Weintrauben u. dgl. zu tragen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κανθήλια: -ων, τά, Λατ. clitellea, σάγμα ὑποζυγίων ἢ τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ σάγματος κοφίνια, Ἀριστοφ. Σφ. 169· ἐντεῦθεν, μεγάλα κοφίνια πρὸς μεταφορὰν σταφυλῶν κατὰ τὸν τρυγητόν, Ἀρτεμίδ. 4. 6, Γεωπ. 6. 11· «τὰ σάγματα τῶν ὄνων καὶ τὰ τούτοις ἐπιτιθέμενα λύγινα πλέγματα» Ἡσύχ. ΙΙ. «τὰ ἐν τῇ πρύμνῃ τῆς νεὼς ἐπικαμπῆ ξύλα, τιθέμενα πρὸς σκηνοπήγια» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
paniers qui pendent de chaque côté du bât d’un âne.
Étymologie: κάνης.

Greek Monotonic

κανθήλια: -ων, τά, Λατ. clitellae, σαμάρι, (λέγεται για φορτία ή τα κοφίνια, καλάθια, πανέρια που κρέμονταν στις πλευρές του σαμαριού), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κανθήλια: τά вьючное седло с переметными корзинами Arph.