καλλίπρῳρος: Difference between revisions
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καλλίπρῳρος:''' -ον ([[πρῴρα]]), αυτός που έχει όμορφη [[πλώρη]], σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], [[ωραίος]], όμορφος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''καλλίπρῳρος:''' -ον ([[πρῴρα]]), αυτός που έχει όμορφη [[πλώρη]], σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει [[ωραίο]] [[πρόσωπο]], [[ωραίος]], όμορφος, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλίπρῳρος:''' <b class="num">1)</b> (о корабле) с красивой носовой частью (Ἀργοῦς [[σκάφος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> с красивым лицом, красивый (sc. [[ἀνδρόπαις]] [[ἀνήρ]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (πρῷρα)
A with beautiful prow, of ships, E.Med.1335: metaph., of men, with beautiful face, beautiful, βλάστημα A.Th.533; στόμα κ. Id.Ag.235 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίπρῳρος: -ον, (πρῷρα) ἔχων ὡραῖαν πρῷραν, ἐπὶ πλοίων, τὸ καλλίπρῳρον Ἀργοῦς σκάφος Εὐρ. Μήδ. 1335: - μεταφ., επὶ ἀνθρώπων, ἔχων ὡραῖον πρόσωπον, ὡραῖος, Αἰσχύλ. Θήβ. 533. στόμα καλλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 235. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίπρῳρον· εὐπρόσωπον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la belle proue;
2 à l’aspect gracieux, de belle apparence.
Étymologie: καλός, πρῷρα.
Greek Monotonic
καλλίπρῳρος: -ον (πρῴρα), αυτός που έχει όμορφη πλώρη, σε Ευρ.· μεταφ., αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ωραίος, όμορφος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
καλλίπρῳρος: 1) (о корабле) с красивой носовой частью (Ἀργοῦς σκάφος Eur.);
2) с красивым лицом, красивый (sc. ἀνδρόπαις ἀνήρ Aesch.).