κατακεκράκτης: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
(5) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατακεκράκτης:''' -ου, κλητ. <i>-κεκρᾱκτα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που διαβάλλει, δυσφημιστής, [[φωνακλάς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κατακεκράκτης:''' -ου, κλητ. <i>-κεκρᾱκτα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που διαβάλλει, δυσφημιστής, [[φωνακλάς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατακεκράκτης:''' ου ὁ крикун, горлан (Arph. - v. l. καὶ [[κεκράκτης]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1352] ὁ, der Andere niederschrei't, sie durch Schreien todt macht, Ar. Equ. 304, Conj. für καὶ κεκράκτης.
Greek (Liddell-Scott)
κατακεκράκτης: -ου, κλητ. κατακεκρᾶκτα, ὁ, ὁ κατακράζων, ὁ διὰ τῶν κραυγῶν του καταβάλλων ἢ ἐπιβάλλων σιγὴν εἰς τὸν ἄλλον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 303 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ καὶ κεκράκτα).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui abat ou dompte en poussant de grands cris.
Étymologie: κατά, κέκραγα de κράζω.
Greek Monolingual
κατακεκράκτης, ὁ (Α)
αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του σιγή σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεκράκτης «φωνακλάς» (< κέκραγα παρακμ. του κράζω)].
Greek Monotonic
κατακεκράκτης: -ου, κλητ. -κεκρᾱκτα, ὁ, αυτός που διαβάλλει, δυσφημιστής, φωνακλάς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατακεκράκτης: ου ὁ крикун, горлан (Arph. - v. l. καὶ κεκράκτης).