καταδειλιάω: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταδειλιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[δείχνω]] [[δειλία]], σημάδια φόβου, σε Ξεν. | |lsmtext='''καταδειλιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[δείχνω]] [[δειλία]], σημάδια φόβου, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδειλιάω:''' робеть, пугаться ([[οὐδέν]] Xen.; χειμῶνος ὥρᾳ, ἐν τῇ μάχῃ Plut.): ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. остолбеневший или оробевший. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A show cowardice, D.61.28; spoil by cowardice, οὐδέν X. An.7.6.22.
German (Pape)
[Seite 1345] aus Feigheit versehen, vernachlässigen, τί neben καταβλακεύω Xen. An. 7, 6, 22; ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. 61, 28; Hdn. 2, 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
καταδειλιάω: μέλλ. -άσω ᾱ, δεικνύω δειλίαν, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 22, Δημ. 1410. 5, Ἡρῳδιαν. 2. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être abattu, paralysé par la peur;
2 reculer par crainte devant, acc..
Étymologie: κατά, δειλιάω.
Greek Monotonic
καταδειλιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], δείχνω δειλία, σημάδια φόβου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καταδειλιάω: робеть, пугаться (οὐδέν Xen.; χειμῶνος ὥρᾳ, ἐν τῇ μάχῃ Plut.): ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. остолбеневший или оробевший.