καταρρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταρρεπής]], -ές (Α) [[καταρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]] ή που γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]. | |mltxt=[[καταρρεπής]], -ές (Α) [[καταρρέπω]]<br />αυτός που ρέπει, που γέρνει [[προς]] τα [[κάτω]] ή που γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]], ο [[ετεροκλινής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρρεπής:''' склоняющийся (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A = ἑτερορρεπής, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρεπής: -ές, ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κατωφερής, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος κλίνων, διὸ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἑτερορρεπὴς ἢ ἑτεροκλινής».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche.
Étymologie: καταρρέπω.
Greek Monolingual
καταρρεπής, -ές (Α) καταρρέπω
αυτός που ρέπει, που γέρνει προς τα κάτω ή που γέρνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής.
Russian (Dvoretsky)
καταρρεπής: склоняющийся (вниз), т. е. обращенный, направленный (πρός τι Plut.).