καταφυλλοροέω: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφυλλοροέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρίχνω]] τα φύλλα· μεταφ., χάνω τη λαμπρότητά μου, σε Πίνδ.
|lsmtext='''καταφυλλοροέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρίχνω]] τα φύλλα· μεταφ., χάνω τη λαμπρότητά μου, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφυλλοροέω:''' досл. ронять листья, лишаться листвы, перен. увядать, блекнуть, пропадать (τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind.).
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφυλλοροέω Medium diacritics: καταφυλλοροέω Low diacritics: καταφυλλοροέω Capitals: ΚΑΤΑΦΥΛΛΟΡΟΕΩ
Transliteration A: kataphylloroéō Transliteration B: kataphylloroeō Transliteration C: katafylloroeo Beta Code: katafulloroe/w

English (LSJ)

   A shed the leaves: metaph., lose its splendour, τιμὰ κατεφυλλορόησε Pi.O.12.15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
perdre ses feuilles, s’effeuiller.
Étymologie: κατά, φυλλορροέω.

English (Slater)

καταφυλλοροέω
   1 shed leaves met., fade υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε(ν) ποδῶν (O. 12.15)

Greek Monotonic

καταφυλλοροέω: μέλ. -ήσω, ρίχνω τα φύλλα· μεταφ., χάνω τη λαμπρότητά μου, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

καταφυλλοροέω: досл. ронять листья, лишаться листвы, перен. увядать, блекнуть, пропадать (τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind.).