καταχαλκόω: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με χαλκό, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταχαλκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καλύπτω]] με χαλκό, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχαλκόω:''' покрывать медью (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).
}}
}}

Revision as of 22:42, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκόω Medium diacritics: καταχαλκόω Low diacritics: καταχαλκόω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΟΩ
Transliteration A: katachalkóō Transliteration B: katachalkoō Transliteration C: katachalkoo Beta Code: kataxalko/w

English (LSJ)

   A cover or point with bronze, τὰ κέρεα Hdt.6.50:—Pass., θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9.    II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f; στοὰς ὅπλοις D.S.12.70.

Greek (Liddell-Scott)

καταχαλκόω: κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ κέρεα Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, κλείω μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couvrir ou garnir de cuivre ou d’airain.
Étymologie: κατάχαλκος.

Greek Monotonic

καταχαλκόω: μέλ. -ώσω, καλύπτω με χαλκό, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταχαλκόω: покрывать медью (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).