κατάχαλκος

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάχαλκος Medium diacritics: κατάχαλκος Low diacritics: κατάχαλκος Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: katáchalkos Transliteration B: katachalkos Transliteration C: katachalkos Beta Code: kata/xalkos

English (LSJ)

κατάχαλκον,
A overlaid with bronze or copper, ἰτέα E.Heracl.376 (lyr.); κ. ἅπαν πεδίον ἀστράπτει flashes with gleaming armour, Id.Ph.110 (lyr.); δράκων κ. a serpent lapt in mail, i.e. scales, Id.IT1246 (lyr.); κ. πανοπλίαι Onos.1.20.
2 alloyed with bronze, χρυσός Thphr. De Lapidibus 46.

German (Pape)

[Seite 1390] mit Erz, Kupfer belegt; ἰτέα Eur. Heracl. 177; πεδίον, d. i. ἔνοπλον nach den Schol., Phoen. 110; δράκων, gepanzert, I. T. 1246. – Auch = erz- oder kupferreich, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert ou garni d'airain ; couvert d'écailles d'airain (serpent).
Étymologie: κατά, χαλκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάχαλκος -ον [κατά, χαλκός] met brons beslagen.

Russian (Dvoretsky)

κατάχαλκος:
1 украшенный или отделанный медью (ἰτέα Eur.);
2 покрытый сверкающей чешуей (δράκων Eur.);
3 блистающий доспехами войск (πεδίον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάχαλκος: -ον, κεκαλυμμένος μὲ χαλκόν (ὡς τὸ ἐπίχαλκος), ἰτέα Εὐρ. Ἡρακλ. 367· κατ. ἅπαν πεδίον ἀστράπτει, ἀκτινοβολεῖ ἐκ τῶν λαμπόντων χαλκῶν ὅπλων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 109· πρβλ. Ὁμ. Ἰλ. Υ. 156 τῶν δ’ ἅπαν ἐπλήσθη πεδίον, καὶ λάμπετο χαλκῷ, ἀνδρῶν ἠδ’ ἵππων·- δράκων κ., ὡπλισμένος μὲ πανοπλίαν, δηλ. μὲ φολίδας, Εὐρ. Ι. Τ. 1246.

Greek Monolingual

κατάχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλυφθεί με χαλκό ή με ορείχαλκο, επιχαλκωμένος
2. αυτός που ακτινοβολεί από τον απαστράπτοντα χαλκό («κατάχαλκον άπαν πεδίον άστράπτει» — ακτινοβολεί όλη η πεδιάδα από τα λαμπερά όπλα, Ευρ.)
3. ενισχυμένος με χάλκινα ελάσματα («κατάχαλκοι πανοπλίαι», Ονήσανδρ.)
4. οπλισμένος με πανοπλία, κατάφρακτος, θωρακισμένος («δράκων κατάχαλκος» — με θώρακα από φολίδες, Ευρ.)
5. (για μέταλλα) αυτός που έχει αναμιχθεί με χαλκό («κατάχαλκος χρυσός», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χαλκος (< χαλκός), πρβλ. επί-χαλκος, περί-χαλκος].

Greek Monotonic

κατάχαλκος: -ον, επιστρωμένος με χαλκό ή μπρούντζο, σε Ευρ.· κατ. πεδίον ἀστράπτει, η πεδιάδα γυαλίζει από τις αστραφτερές πανοπλίες, στον ίδ.· δράκων κ., οπλισμένος με πανοπλία, δηλ. με φολίδες.

Middle Liddell

κατά-χαλκος, ον
overlaid with brass or copper, Eur.; κατ. πεδίον ἀστράπτει the plain flashes with gleaming arms, Eur.; δράκων κ. a serpent lapt in mail, i. e. scales, Eur.