καταρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾱρέομαι:''' Ιων. αντί [[καταράομαι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατᾱρέομαι:''' Ιων. αντί [[καταράομαι]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾱρέομαι:''' ион. = [[καταράομαι]].
}}
}}

Revision as of 22:43, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1374] ion. = καταράομαι, Her., z. B. 4, 184.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾱρέομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταράομαι, Ἡρόδ. 2. 39.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καταράομαι.

Greek Monolingual

καταρέομαι (Α)
ιων. τ. του καταρώμαι.

Greek Monotonic

κατᾱρέομαι: Ιων. αντί καταράομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾱρέομαι: ион. = καταράομαι.