καταγελάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγελάσιμος]], -ον (Α) [[καταγέλασις]]<br />ο [[άξιος]] χλευασμού.
|mltxt=[[καταγελάσιμος]], -ον (Α) [[καταγέλασις]]<br />ο [[άξιος]] χλευασμού.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγελάσῐμος:''' (λᾰ) смехотворный, уморительный ([[nunc]] [[ego]] [[nolo]] ex Gelasimo [[mihi]] fieri te Catagelasimum [[Plautus]] Stich. 630).
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγελάσιμος Medium diacritics: καταγελάσιμος Low diacritics: καταγελάσιμος Capitals: ΚΑΤΑΓΕΛΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katagelásimos Transliteration B: katagelasimos Transliteration C: katagelasimos Beta Code: katagela/simos

English (LSJ)

ον,

   A ridiculous, with play on the name Γελάσιμος, Plaut.Stich.631.

German (Pape)

[Seite 1341] ganz lächerkkch, Plaut. Stich. 4, 2, 50.

Greek (Liddell-Scott)

καταγελάσιμος: -ον, γελοῖος, προξενῶν γέλωτα, πρβλ. Plaut. Stich. 4. 2, 50, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Γελάσιμος, ὅπερ ἦν ὄνομα παρασίτου.

Greek Monolingual

καταγελάσιμος, -ον (Α) καταγέλασις
ο άξιος χλευασμού.

Russian (Dvoretsky)

καταγελάσῐμος: (λᾰ) смехотворный, уморительный (nunc ego nolo ex Gelasimo mihi fieri te Catagelasimum Plautus Stich. 630).