κειάμενος: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
(5)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κειάμενος:''' Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του [[καίω]]· [[κείαντες]], πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.
|lsmtext='''κειάμενος:''' Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του [[καίω]]· [[κείαντες]], πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.
}}
{{elru
|elrutext='''κειάμενος:''' и [[κηάμενος]] эп. part. med. к [[καίω]].
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κειάμενος: κείαντες, ἴδε ἐν λέξ. καίω.

English (Autenrieth)

see καίω.

Greek Monotonic

κειάμενος: Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του καίω· κείαντες, πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.

Russian (Dvoretsky)

κειάμενος: и κηάμενος эп. part. med. к καίω.