κίς: Difference between revisions
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κίς:''' ὁ, γεν. <i>κιός</i>, αιτ. <i>κίν</i>, [[σκουλήκι]] ξύλου ή καλαμποκιού, [[σιταρόψειρα]], Λατ. curaulio, σε Πίνδ. | |lsmtext='''κίς:''' ὁ, γεν. <i>κιός</i>, αιτ. <i>κίν</i>, [[σκουλήκι]] ξύλου ή καλαμποκιού, [[σιταρόψειρα]], Λατ. curaulio, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίς:''' κιός ὁ (acc. κῖν) хлебный жучок [[Sappho]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, gen. κιός, acc. κῖν,
A weevil, κεῖνον [τὸν χρυσὸν] οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Pi.Fr.222: acc. pl. κίας Thphr.CP4.15.4. [κῑς Hdn.Gr.2.925 (oxyt., Choerob.in Theod.1.383): gen. κῑός Hdn.Gr.2.674: acc. κῖν Choerob. l.c.]
German (Pape)
[Seite 1442] κιός, ὁ, nach Choerobosc. in B. A. 1232 accus. κῖν, Kornwurm; Theophr. u. Ammon.; Pind. frg. 243 u. Sappho. – Nach Hesych. auch Holzwurm. – Vgl. über die Quantität u. Accentuation Lob. Paralipp. 84 ff.
Greek (Liddell-Scott)
κίς: ὁ, γεν. κιός, αἰτ. κίν, σκώληξ τοῦ ξύλου ἢ τοῦ σίτου, λατ. curculio, κεῖνον τὸν χρυσὸν οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει Πινδ. Ἀποσπ. 243· πρβλ. Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 368. ῑ κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ.· ὅθεν ὁ Λοβ. Παραλ. 84, ἑξ., προτιμᾷ τὸν τονισμὸν κῖς, κῖν, κῖες.
French (Bailly abrégé)
κιός;
acc. κῖν;
ver qui ronge le blé et le bois, insecte.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
English (Slater)
κίς
1 weevil κεῖνον (= χρυσὸν) οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2.
Greek Monotonic
κίς: ὁ, γεν. κιός, αιτ. κίν, σκουλήκι ξύλου ή καλαμποκιού, σιταρόψειρα, Λατ. curaulio, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κίς: κιός ὁ (acc. κῖν) хлебный жучок Sappho, Pind.