κολαστήριον: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(5)
(3)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολαστήριον:''' τό ([[κολάζω]])·<br /><b class="num">I.</b> σωφρονιστήριος [[οίκος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> = [[κόλασμα]], [[κόλασις]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κολαστήριον:''' τό ([[κολάζω]])·<br /><b class="num">I.</b> σωφρονιστήριος [[οίκος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> = [[κόλασμα]], [[κόλασις]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κολαστήριον:''' τό<b class="num">1)</b> орудие наказания или пытки (μανικὸν καὶ βάρβαρον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> место наказания Luc.;<br /><b class="num">3)</b> Xen. = [[κόλασμα]].
}}
}}

Revision as of 23:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu de punition, de supplice;
2 instrument de supplice;
3 châtiment.
Étymologie: κολάζω.

Greek Monotonic

κολαστήριον: τό (κολάζω
I. σωφρονιστήριος οίκος, σε Λουκ.
II. = κόλασμα, κόλασις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κολαστήριον: τό1) орудие наказания или пытки (μανικὸν καὶ βάρβαρον Plut.);
2) место наказания Luc.;
3) Xen. = κόλασμα.