κορυβαντικός: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορυβαντικός]], -ή, -όν (Α) [[Κορύβας]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ [[ἱερά]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορυβαντικῶς</i><br />[[κατά]] τον τρόπο τών Κορυβάντων. | |mltxt=[[κορυβαντικός]], -ή, -όν (Α) [[Κορύβας]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ [[ἱερά]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κορυβαντικῶς</i><br />[[κατά]] τον τρόπο τών Κορυβάντων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κορῠβαντικός:''' корибантский (σκιρτήματα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:06, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.
Greek Monolingual
κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) Κορύβας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.
Russian (Dvoretsky)
κορῠβαντικός: корибантский (σκιρτήματα Plut.).