κορδύλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_14)
(3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορδύλος''': ὁ, = σκορδύλος, πιθαν. μικρὰ [[ἀμφίβιος]] [[σαύρα]], Triton palustris, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7, κτλ.· κούρυλος Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.
|lstext='''κορδύλος''': ὁ, = σκορδύλος, πιθαν. μικρὰ [[ἀμφίβιος]] [[σαύρα]], Triton palustris, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7, κτλ.· κούρυλος Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.
}}
{{elru
|elrutext='''κορδύλος:''' и [[σκορδύλος]] ὁ зоол. тритон Arst.
}}
}}

Revision as of 23:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδύλος Medium diacritics: κορδύλος Low diacritics: κορδύλος Capitals: ΚΟΡΔΥΛΟΣ
Transliteration A: kordýlos Transliteration B: kordylos Transliteration C: kordylos Beta Code: kordu/los

English (LSJ)

ὁ, prob.

   A water-newt, Triton palustris, Arist.HA589b27, PA695b25; κουρύλος [ρῠ] in Numen. ap. Ath.7.306c.

Greek (Liddell-Scott)

κορδύλος: ὁ, = σκορδύλος, πιθαν. μικρὰ ἀμφίβιος σαύρα, Triton palustris, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7, κτλ.· κούρυλος Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 306C.

Russian (Dvoretsky)

κορδύλος: и σκορδύλος ὁ зоол. тритон Arst.