λεοντόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(22)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεοντόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.
|mltxt=[[λεοντόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.
}}
{{elru
|elrutext='''λεοντόπους:''' 2, gen. ποδος с львиными лапами Eur.
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόπους Medium diacritics: λεοντόπους Low diacritics: λεοντόπους Capitals: ΛΕΟΝΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: leontópous Transliteration B: leontopous Transliteration C: leontopous Beta Code: leonto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A lion-footed, E.Fr. 540; of vessels, IG11(2).161 B 10, C 55, al. (Delos, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 29] -πουν, gen. -ποδος, löwenfüßig, Eur. frg. bei Ath. XV, 701 c; vgl. Ael. H. A. 12, 7.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων πόδας λέοντος, Εὐριπ. Ἀποσπ. 544.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -όποδος
qui a des pieds de lion.
Étymologie: λέων, πούς.

Greek Monolingual

λεοντόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.

Russian (Dvoretsky)

λεοντόπους: 2, gen. ποδος с львиными лапами Eur.