λεμβώδης: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(22) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεμβώδης]], -ῶδες (Α) [[λέμβος]]<br />αυτός που [[κατά]] το [[σχήμα]] μοιάζει με λέμβο. | |mltxt=[[λεμβώδης]], -ῶδες (Α) [[λέμβος]]<br />αυτός που [[κατά]] το [[σχήμα]] μοιάζει με λέμβο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεμβώδης:''' ладьеобразный, как у ладьи (πλοίου [[πρῷρα]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like a λέμβος 11.2, πλοῖον Arist.IA710a31.
German (Pape)
[Seite 28] ες, von der Gestalt eines λέμβος, πλοῖον Arist. incess. anim. 10.
Greek (Liddell-Scott)
λεμβώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων τὸ σχῆμα λέμβου, Ἀριστ. περὶ Πορείας ζῴων 10, 9.
Greek Monolingual
λεμβώδης, -ῶδες (Α) λέμβος
αυτός που κατά το σχήμα μοιάζει με λέμβο.
Russian (Dvoretsky)
λεμβώδης: ладьеобразный, как у ладьи (πλοίου πρῷρα Arst.).