λινοθώρηξ: Difference between revisions
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(5) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐνοθώρηξ:''' -ηκος, ὁ, ἡ, Αττ. [[λινοθώραξ]], -ᾶκος, αυτός που φοράει λινό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | |lsmtext='''λῐνοθώρηξ:''' -ηκος, ὁ, ἡ, Αττ. [[λινοθώραξ]], -ᾶκος, αυτός που φοράει λινό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐνοθώρηξ:''' ηκος adj. одетый в льняной панцырь Hom., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:33, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 49] ηκος, mit leinenem Harnisch, Il. 2, 529. 830; orac. bei Schol. Theocr. 14, 48.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοθώρηξ: ηκος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ λινoθώραξ, ὁ φορῶν θώρακα ἐκ λίνου, Ἰλ. Β. 529, 830˙ ἐπὶ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ηκος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse de lin.
Étymologie: λίνον, θώρηξ ion. p. θώραξ.
English (Autenrieth)
with linen cuirass, Il. 2.529. (As represented in adjoining cut, No. 79; cf. also No. 12.)
Greek Monotonic
λῐνοθώρηξ: -ηκος, ὁ, ἡ, Αττ. λινοθώραξ, -ᾶκος, αυτός που φοράει λινό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
λῐνοθώρηξ: ηκος adj. одетый в льняной панцырь Hom., Xen.