λίπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(5)
(3)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίπτομαι:''' αποθ., με Παθ. παρακ. <i>λέλιμμαι</i>, [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]], σε Αισχύλ.· με γεν., είμαι [[πρόθυμος]] για [[κάτι]], [[ποθώ]] [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''λίπτομαι:''' αποθ., με Παθ. παρακ. <i>λέλιμμαι</i>, [[επιθυμώ]] [[σφόδρα]], σε Αισχύλ.· με γεν., είμαι [[πρόθυμος]] για [[κάτι]], [[ποθώ]] [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίπτομαι:''' (только part. pf. [[λελιμμένος]]) сильно желать, жаждать (μάχης [[λελιμμένος]] Aesch.): [[οὔτε]] [[μεῖον]] οὔτ᾽ [[ἴσον]] λελιμμένοι Aesch. не желая получить ни меньше, ни столько же (сколько другие), т. е. стремясь получить побольше.
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίπτομαι Medium diacritics: λίπτομαι Low diacritics: λίπτομαι Capitals: ΛΙΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: líptomai Transliteration B: liptomai Transliteration C: liptomai Beta Code: li/ptomai

English (LSJ)

pf. λέλιμμαι,

   A to be eager, οὔτε μεῖον οὔτ' ἴσον λελιμμένοι A. Th.355 (lyr.): c. gen., to be eager for, long for, μάχης λελιμμένος ib. 380:—later in Act. λίπτω, A.R.4.813, Lyc.131, Nic.Th.126. (Cf. λίψ· ἐπιθυμία, Hsch., ἔλιπεν, = ἐπιθυμητικῶς ἤσθιεν, Id., λιψουρία, and perh. Lith. li[etilde]pti 'command'.)

Greek (Liddell-Scott)

λίπτομαι: ἀποθ., μετὰ παθ. πρκμ. λέλιμμαι· ― ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, οὔτε μεῖον οὔτ’ ἴσον λελιμμένοι Αἰσχύλ. Θήβ. 355· ― μετὰ γεν., εἶμαι πρόθυμος πρός τι, ποθῶ τι, μάχης λελιμμένος αὐτόθι 380. ― Παρὰ μεταγεν. ποιητ. εὑρίσκομεν καὶ τὸ ἐνεργ. λίπτω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 813, Νικ. Θ. 126, Λυκόφρ. 131. (Ἐκ τῆς √ΛΙΦ, πρβλ. λὶψ (ἡ), Σανσκρ. lubh, lubhyâmi (cupio), lôbh-as (cupiditas)· Λατ. lib-et, lub-et, lib-ido· Γοτθ. liubs (ἀγαπητός)· Ἀρχ. Γερμ. liub-an (lieben, Ἀγγλ. lief)· Σλαυ. lyuby (ἀγάπη), lyubyti (φιλεῖν), κτλ.)

Greek Monotonic

λίπτομαι: αποθ., με Παθ. παρακ. λέλιμμαι, επιθυμώ σφόδρα, σε Αισχύλ.· με γεν., είμαι πρόθυμος για κάτι, ποθώ κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λίπτομαι: (только part. pf. λελιμμένος) сильно желать, жаждать (μάχης λελιμμένος Aesch.): οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοι Aesch. не желая получить ни меньше, ни столько же (сколько другие), т. е. стремясь получить побольше.