μᾶκος: Difference between revisions
From LSJ
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
(5) |
(3) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾶκος:''' τό, Δωρ. αντί [[μῆκος]], αιτ. [[μᾶκος]]· ως επίρρ. ισοδύν. με [[μακράν]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μᾶκος:''' τό, Δωρ. αντί [[μῆκος]], αιτ. [[μᾶκος]]· ως επίρρ. ισοδύν. με [[μακράν]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾶκος:''' τό дор. = [[μῆκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:43, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 84] τό, dor, = μῆκος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μᾶκος: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆκος, αἰτ. μᾶκος, ὡς ἐπίρρ., μακράν, Πινδ. Ο. 10 (11). 89.
French (Bailly abrégé)
v. μῆκος.
English (Slater)
μᾱκος
1 length, distance μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)
Greek Monolingual
μᾱκος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκος.
Greek Monotonic
μᾶκος: τό, Δωρ. αντί μῆκος, αιτ. μᾶκος· ως επίρρ. ισοδύν. με μακράν, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μᾶκος: τό дор. = μῆκος.