μᾶκος
From LSJ
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies
English (LSJ)
τό, Doric for μῆκος.
German (Pape)
[Seite 84] τό, dor, = μῆκος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
μᾶκος: τό дор. = μῆκος.
Greek (Liddell-Scott)
μᾶκος: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆκος, αἰτ. μᾶκος, ὡς ἐπίρρ., μακράν, Πινδ. Ο. 10 (11). 89.
English (Slater)
μᾱκος length, distance μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)
Greek Monolingual
μᾱκος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκος.
Greek Monotonic
μᾶκος: τό, Δωρ. αντί μῆκος, αιτ. μᾶκος· ως επίρρ. ισοδύν. με μακράν, σε Πίνδ.