μαλθακόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαλθᾰκόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει απαλή [[φωνή]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μαλθᾰκόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει απαλή [[φωνή]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαλθᾱκόφωνος:''' сладкозвучный ([[ἀοιδή]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:46, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A soft-voiced, ἀοιδά Pi.I.2.8.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκόφωνος: -ον, ὁ μετὰ μαλακῆς φωνῆς, ἀοιδὴ Πινδ. Ι. 2. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλθακός, φωνή.
English (Slater)
μαλθᾰκόφωνος, -ον
1 soft voiced μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)
Greek Monolingual
μαλθακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + φωνή.
Greek Monotonic
μαλθᾰκόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει απαλή φωνή, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μαλθᾱκόφωνος: сладкозвучный (ἀοιδή Pind.).