μακρόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.
|lsmtext='''μακρόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[μακριά]] χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακρόχειρ:''' χειρος adj. долгорукий (прозвище Артаксеркса I, сына Ксеркса I) Plut.
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόχειρ Medium diacritics: μακρόχειρ Low diacritics: μακρόχειρ Capitals: ΜΑΚΡΟΧΕΙΡ
Transliteration A: makrócheir Transliteration B: makrocheir Transliteration C: makrocheir Beta Code: makro/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ,

   A longarmed, name of Artaxerxes I, Str.15.3.21, Plu.Art.1; of athletes, Philostr.Gym.31,34.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν (ἑτέραν) χεῖρα, Λατ. longimanus, ὄνομα Ἀρτοξέρξου τοῦ Α΄, Στράβ. 735· Ἀρτοξέρξης... μακρόχειρ ἐκαλεῖτο, τὴν δεξιὰν μείζονα τῆς ἑτέρας ἔχων Πλουτ. Ἀρτοξ. 1.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
aux longues mains.
Étymologie: μακρός, χείρ.

Greek Monotonic

μακρόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά χέρια, Λατ. longimanus, προσωνύμιο του Αρταξέρξη του Αʹ, σε Στράβ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μακρόχειρ: χειρος adj. долгорукий (прозвище Артаксеркса I, сына Ксеркса I) Plut.