μεγαλοεργία: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοεργία:''' ἡ, συνηρ. -ουργία, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μεγᾰλοεργία:''' ἡ, συνηρ. -ουργία, [[μεγαλοπρέπεια]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοεργία:''' стяж. μεγᾰλουργία ἡ<br /><b class="num">1)</b> величие, великолепие Luc.;<br /><b class="num">2)</b> щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).
}}
}}

Revision as of 23:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοεργία Medium diacritics: μεγαλοεργία Low diacritics: μεγαλοεργία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΙΑ
Transliteration A: megaloergía Transliteration B: megaloergia Transliteration C: megaloergia Beta Code: megaloergi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A great achievement, Plb.30.25.1 (s. v. l.); contr. μεγᾰλουργία, Str.3.5.6, Ph.2.143, J.AJ2.7.1; magnificence, ib.8.3.2, al., Luc.Cal.17.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
par contr. μεγαλουργία;
grandeur des actions.
Étymologie: μεγαλοεργός.

Greek Monolingual

μεγαλοεργία, ἡ (Α)
βλ. μεγαλουργία.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργία: ἡ, συνηρ. -ουργία, μεγαλοπρέπεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοεργία: стяж. μεγᾰλουργία ἡ
1) величие, великолепие Luc.;
2) щедрость, пышность (τῆς δωρεᾶς Polyb.).