μετασκηνόω: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_2) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετασκηνόω''': [[κυρίως]] [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλην]] σκηνήν, ἀλλὰ καὶ [[μεταβαίνω]] εἰς ἄλλον τόπον, Διοδ. 14. 32, Ρήτορες (Walz) τ. 3, 583, 25. | |lstext='''μετασκηνόω''': [[κυρίως]] [[μεταβαίνω]] εἰς [[ἄλλην]] σκηνήν, ἀλλὰ καὶ [[μεταβαίνω]] εἰς ἄλλον τόπον, Διοδ. 14. 32, Ρήτορες (Walz) τ. 3, 583, 25. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετασκηνόω:''' менять жилье, т. е. переселяться Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A shift an encampment, D.S.14.32, J.AJ3.5.1: metaph., τὸ κοινὸν πάντων ἄγαλμα μ. παρ' ἑτέρους Him.Ecl.13.13.
German (Pape)
[Seite 154] das Zelt, die Wohnung verändern, wo anders hinziehen, D. Sic. 14, 32 u. Ios.
Greek (Liddell-Scott)
μετασκηνόω: κυρίως μεταβαίνω εἰς ἄλλην σκηνήν, ἀλλὰ καὶ μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, Διοδ. 14. 32, Ρήτορες (Walz) τ. 3, 583, 25.
Russian (Dvoretsky)
μετασκηνόω: менять жилье, т. е. переселяться Diod.