μελλόποσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελλόποσις]], -εως, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[μελλέποσις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που πρόκειται να γίνει [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[πόσις]] «[[σύζυγος]]»].
|mltxt=[[μελλόποσις]], -εως, και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[μελλέποσις]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που πρόκειται να γίνει [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[πόσις]] «[[σύζυγος]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''μελλόποσις:''' εως adj. Soph. = [[μελλόγαμος]].
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλόποσις Medium diacritics: μελλόποσις Low diacritics: μελλόποσις Capitals: ΜΕΛΛΟΠΟΣΙΣ
Transliteration A: mellóposis Transliteration B: melloposis Transliteration C: melloposis Beta Code: mello/posis

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A about to become a husband or wife, S.Fr.1068; cf. μελλέποσις.

German (Pape)

[Seite 125] im Begriff Gatte zu werden, Soph. frg. 910 bei Poll. 3, 45.

Greek (Liddell-Scott)

μελλόποσις: ὁ, ἡ, ὁ μέλλων νὰ γίνῃ σύζυγος, Σοφ. Ἀποσπ. 910· μελλέποσις παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 769.

Greek Monolingual

μελλόποσις, -εως, και, κατά τον Ησύχ., μελλέποσις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + πόσις «σύζυγος»].

Russian (Dvoretsky)

μελλόποσις: εως adj. Soph. = μελλόγαμος.