μεσεγγύωμα: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσεγγύωμα]], -ατος, τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσεγγύημα]]. | |mltxt=[[μεσεγγύωμα]], -ατος, τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεσεγγύημα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσεγγύωμα:''' τό Isocr. = [[μεσεγγύημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A = μεσεγγύημα, v.l. in Isoc.12.13.
German (Pape)
[Seite 137] τό, s. μεσεγγύημα.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγύωμα: τό, = μεσεγγύημα, Ἰσοκρ. 235G Bekk.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. μεσεγγύημα.
Greek Monolingual
μεσεγγύωμα, -ατος, τὸ (Α)
βλ. μεσεγγύημα.
Russian (Dvoretsky)
μεσεγγύωμα: τό Isocr. = μεσεγγύημα.