μυλιάω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῠλῐάω:''' ([[μύλη]]), [[τρίζω]] τα δόντια μου, σε Ησίοδ., στην Επικ. μτχ. <i>μυλιόωντες</i>. | |lsmtext='''μῠλῐάω:''' ([[μύλη]]), [[τρίζω]] τα δόντια μου, σε Ησίοδ., στην Επικ. μτχ. <i>μυλιόωντες</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῠλιάω:''' (только part. praes.) скрежетать, щелкать зубами Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 1 January 2019
English (LSJ)
(μύλη v)
A gnash or grind the teeth, only in Ep. part., λυγρὸν μυλιόωντες (with ῡ metri gr.), Hes.Op. 530 (μαλκιόωντες, i.e. μαλκίοντες, Crates Gramm.).
German (Pape)
[Seite 217] mit den Zähnen knirschen, λυγρὸν μυλιόωντες, Hes. O. 532. Vgl. μυλλαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλῐάω: (μύλη) συγκρούω, τρίζω τοὺς ὀδόντας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., μετοχ. λυγρὸν μυλιόωντες, ἔνθα Κράτης ὁ γραμμ. γράφει μαλκιόωντες, δηλ. μαλκίοντες, (ἴδε ἐν λ. μαλκίω).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
grincer des dents.
Étymologie: μύλη.
Greek Monotonic
μῠλῐάω: (μύλη), τρίζω τα δόντια μου, σε Ησίοδ., στην Επικ. μτχ. μυλιόωντες.
Russian (Dvoretsky)
μῠλιάω: (только part. praes.) скрежетать, щелкать зубами Hes.