μυρσίνα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(26)
(3)
Line 5: Line 5:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρσίνα]] και μερσίνα, ἡ (Μ)<br />η [[μυρτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυρσίνη]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>. Ο τ. <i>μερσίνα</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ε</i>-].
|mltxt=[[μυρσίνα]] και μερσίνα, ἡ (Μ)<br />η [[μυρτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυρσίνη]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>α</i>. Ο τ. <i>μερσίνα</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ε</i>-].
}}
{{elru
|elrutext='''μυρσίνα:''' ἡ дор. = [[μυρρίνη]].
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

English (Slater)

μυρςῐνα
   1 myrtle ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (cf. μύρτος) (I. 8.67)

Greek Monolingual

μυρσίνα και μερσίνα, ἡ (Μ)
η μυρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη, κατά τα θηλ. σε -α. Ο τ. μερσίνα, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].

Russian (Dvoretsky)

μυρσίνα: ἡ дор. = μυρρίνη.