μουσοεργός: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(26) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μουσοεργός]], -ον (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μουσουργός]]. | |mltxt=[[μουσοεργός]], -ον (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[μουσουργός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μουσοεργός:''' ὁ, чаще ἡ ион. = [[μουσουργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. μουσουργός.
German (Pape)
[Seite 211] = μουσουργός, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μουσοεργός: ἴδε μουσουργός.
Greek Monolingual
μουσοεργός, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μουσουργός.
Russian (Dvoretsky)
μουσοεργός: ὁ, чаще ἡ ион. = μουσουργός.