μηκώνιον: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6_22) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηκώνιον''': τό, ὁ ὀπὸς τῆς μήκωνος, [[ὄπιον]], Ἱππ. 407. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 2· οὕτω μηκωνεῖον, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 81. ΙΙ. τὰ περιττώματα νεωστὶ γεννηθέντων βρεφῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 5, ἴδε Foës. Oec. Hipp. | |lstext='''μηκώνιον''': τό, ὁ ὀπὸς τῆς μήκωνος, [[ὄπιον]], Ἱππ. 407. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 2· οὕτω μηκωνεῖον, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 81. ΙΙ. τὰ περιττώματα νεωστὶ γεννηθέντων βρεφῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 5, ἴδε Foës. Oec. Hipp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηκώνιον:''' τό<b class="num">1)</b> Plut. = [[μηκώνειον]];<br /><b class="num">2)</b> кал новорожденных Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A = μήκων v, Hp.Acut.(Sp.) 72, Fist. 7. 2 opium, Phld.Mort.9. 3 = τιθύμαλλος, Thphr.HP9.8.2. II discharge from the bowels of new-born children, Arist.HA 587a31, Gal.19.176: also written -ειον, Sor.1.81.
German (Pape)
[Seite 172] τό, der Mohnsaft, Opium, Hippocr. u. Sp. – Bei Arist. H. A. 7, 10 das Mutterpech, welches neugeborne Kinder von sich geben. – Von Fischen, s. μήκων, Posidipp. Ath. III, 87 d.
Greek (Liddell-Scott)
μηκώνιον: τό, ὁ ὀπὸς τῆς μήκωνος, ὄπιον, Ἱππ. 407. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 2· οὕτω μηκωνεῖον, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 81. ΙΙ. τὰ περιττώματα νεωστὶ γεννηθέντων βρεφῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 5, ἴδε Foës. Oec. Hipp.
Russian (Dvoretsky)
μηκώνιον: τό1) Plut. = μηκώνειον;
2) кал новорожденных Arst.