Ναύπακτος: Difference between revisions
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ναύπακτος:''' ἡ ([[ναῦς]], [[πήγνυμι]]), πόλη στη βόρεια [[ακτή]] του Κορινθιακού κόλπου, σε Θουκ. | |lsmtext='''Ναύπακτος:''' ἡ ([[ναῦς]], [[πήγνυμι]]), πόλη στη βόρεια [[ακτή]] του Κορινθιακού κόλπου, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ναύπακτος:''' ἡ Навпакт (приморский город в Локриде Озольской, ныне Лепанто) Thuc., Xen. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (ναῦς, πήγνυμι)
A Naupactus, on the north of the gulf of Corinth, Th.2.91:—Adj. Ναυπάκτιος, α, ον, A.Supp.262, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ναύπακτος: ἡ, (ναῦς, πήγνυμι) πόλις τις ἐπὶ τῆς βορείου παραλίας τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, Θουκ. 2. 91· ― ἐπίθετ. Ναυπάκτιος, α, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 292, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Naupacte (Lépante), ville sur le golfe de Corinthe.
Étymologie: ναῦς, πήγνυμι.
Greek Monotonic
Ναύπακτος: ἡ (ναῦς, πήγνυμι), πόλη στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού κόλπου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Ναύπακτος: ἡ Навпакт (приморский город в Локриде Озольской, ныне Лепанто) Thuc., Xen. etc.