νεφροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(27)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νεφροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με τον [[νεφρό]], που έχει το [[σχήμα]] του νεφρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[νεφροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με τον [[νεφρό]], που έχει το [[σχήμα]] του νεφρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''νεφροειδής:''' почковидный ([[καρδία]] ὄφεων Arst.).
}}
}}

Revision as of 00:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφροειδής Medium diacritics: νεφροειδής Low diacritics: νεφροειδής Capitals: ΝΕΦΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: nephroeidḗs Transliteration B: nephroeidēs Transliteration C: nefroeidis Beta Code: nefroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a kidney, Arist.HA508a30.

Greek (Liddell-Scott)

νεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεφρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 22, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ές (Α νεφροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα του νεφρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

νεφροειδής: почковидный (καρδία ὄφεων Arst.).