ὀκτάτονος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀκτάτονος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε [[οκτώ]] μεριές, ἕλικες [[ὀκτάτονοι]], τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀκτάτονος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε [[οκτώ]] μεριές, ἕλικες [[ὀκτάτονοι]], τα [[οκτώ]] πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκτάτονος:''' (ᾰ) восьмикратно протянутый: [[ὀκτάτονοι]] ἕλικες Anth. восемь щупальцев (осьминога).
}}
}}

Revision as of 00:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάτονος Medium diacritics: ὀκτάτονος Low diacritics: οκτάτονος Capitals: ΟΚΤΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oktátonos Transliteration B: oktatonos Transliteration C: oktatonos Beta Code: o)kta/tonos

English (LSJ)

ον,

   A eight-stretched, ἕλικες ὀ. the eight arms of the octopus, AP9.14 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, ὀκτάτονοι ἕλικες, οἱ ὀκτὼ πλόκαμοι ἢ πόδες τοῦ πολύποδος, Ἀνθ. Π. 9. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu en huit parties, au nombre de huit.
Étymologie: ὀκτώ, τείνω.

Greek Monolingual

ὀκτάτονος, -ον (Α)
(για χταπόδι) αυτός που έχει οκτώ πλοκάμους τους οποίους τεντώνει και αρπάζει τη λεία του («ὀκτάτονοι ἕλικες» — τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οχτώ) + τόνος (< τείνω)].

Greek Monotonic

ὀκτάτονος: [ᾰ], -ον, αυτός που εκτείνεται σε οκτώ μεριές, ἕλικες ὀκτάτονοι, τα οκτώ πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάτονος: (ᾰ) восьмикратно протянутый: ὀκτάτονοι ἕλικες Anth. восемь щупальцев (осьминога).